Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Μαρτυρίες ενός εκ των επιζώντων της γενοκτονίας των Ποντίων





Για ορισμένους μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα  απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι δεν  γνωρίζουν. Για μερικές χιλιάδες αποτελεί ημέρα μνήμης: 353.000 Έλληνες,  άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου  στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει  να θάψει τα κορμιά τους. Τα Τάγματα Εργασίας, αφού τους εξόντωσαν, τους  πέταξαν… Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως  σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα  δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν… Την τραγωδία, τη λαίλαπα  του πολέμου και του φανατισμού.

Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης στην πορεία της ζωής του μίλησε  στα παιδιά του, την Αριάδνη, την Παρθένα, την Αννα, τον Επαμεινώνδα και  τον Θεόδωρο, αφηγήθηκε στα δέκα εγγόνια του και στα ισάριθμα δισέγγονά  του και θα ήθελε, αν προλάβει, να μιλήσει και σε τρισέγγονό του για την  αλησμόνητη πατρίδα. Για τον πατέρα του Θεόδωρο Κοντογιαννίδη, ο οποίος  εξοντώθηκε, για τη θεία του Ελένη που αρνιόταν να αποκαλύψει πού  κρυβόταν ο άνδρας της ο Αναστάσης… Για τους Τούρκους συγχωριανούς τους  που τους ειδοποίησαν ότι ερχόταν μεγάλο κακό και τους βοήθησαν να  διαφύγουν.
 Σταύρος Κοντογιαννίδης, τόπος γεννήσεως Ζιμόνα Χερίενας, Αργυρούπολη  Τραπεζούντας. Ονομα πατρός, Θεόδωρος, επάγγελμα συνταξιούχος, πρώην  πεταλωτής, γεωργός, μαραγκός. Εζησε στον Πολύμυλο Κοζάνης τα περισσότερα  χρόνια της ζωής του και τώρα ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Άνθρωπος  απλός, του μόχθου. Τα χέρια του ακόμη ροζιασμένα από την πολλή δουλειά,  και ας πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη. Η προσφυγιά  δεν του επέτρεψε να πάει σχολείο. Τα ποντιακά μπλέκονται με τη  νεοελληνική γλώσσα, τα συναισθήματα έντονα. Δεν ξεχνάει όσα χρόνια και  αν πέρασαν.
 Αφηγείται σήμερα στο «Βήμα» όσα έζησε και ας τον πληγώνουν. Θέλει, λέει,  να θυμούνται όλοι, να μη μισούν αλλά και να μην ξεχνούν…
 «Ήμουν οχτώ χρονών.Μια μέρα, στο χωριό, οι Τούρκοι συγχωριανοί και  γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες…  Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν  προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες… και την ψυχή  μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου  κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά  στην αγκαλιά της.Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και  ψωμί. Άλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν  εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους,  αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι  διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε  να μας βοηθήσει».
 Έχασε τρία από τα αδέλφια του και απόμεινε μόνος, με τον μικρό του  αδελφό Αχιλλέα, μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, ο οποίος θήλαζε και  είχε να φάει.

 «Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και  όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά  Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα  στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες.  Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν  σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι». Και όμως: «Ζούσαμε στο  χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά  χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα  μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις  γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν  τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να  αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της». Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ  Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό.
 Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. «Λεγόταν “Κιτσεμάλ”.  Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα  μας.Αφήσαμε πίσω προγόνους,τάφους,σπίτια,μαγαζιά,τον φούρνο μας που ήταν  ο καλύτερος της περιοχής μας,τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν  σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας». Το «Κιτσεμάλ»  ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. «Μας αποβίβασε στην  Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι  θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν  και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της  μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι,  άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά  και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και  τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης,  μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» .

19 ΜΑΪΟΥ, ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ
 Μετά το 1916 και τη Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1919 Έλληνες και  Αρμένιοι στον Πόντο συζητούν τη δημιουργία αυτόνομου ελληνοαρμενικού  κράτους. Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα  για να ξεκινήσει η πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Ως το 1922  οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000- άλλοι  ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 350.000. Όσοι επέζησαν,  κατέφυγαν σε Ρωσία και Ελλάδα (περίπου 400.000). Στις 24 Φεβρουαρίου του  1994 η Βουλή των Ελλήνων κήρυξε ομόφωνα τη 19η Μαΐου Ημέρα Μνήμης για  τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
 Πηγή: ΒΗΜΑ